Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η καρτέλα

См. также в других словарях:

  • καρτέλα — η (λ. ιταλ.) 1. πινακίδα από χαρτόνι που φέρει επιγραφή: Κρέμασε μια σχετική καρτέλα μπροστά από το κατάστημά του. 2. στις τράπεζες, φύλλο χαρτιού όπου αναγράφεται ο ατομικός λογαριασμός κάθε πελάτη: Το πέρασα στην καρτέλα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτέλα — η 1. μικρή χάρτινη πινακίδα με επιγραφή, αριθμό ή λογαριασμό 2. (στο παιχνίδι τής τόμπολας) η πινακίδα που έχει τους τυπωμένους αριθμούς 3. στον πληθ. οι καρτέλες δελτία που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για στατιστικούς, λογιστικούς και… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… …   Dictionary of Greek

  • καρτελοθήκη — η ειδικό έπιπλο για την τήρηση καρτελών με ορισμένη διάταξη και με ειδικές ενδείξεις για τη διευκόλυνση τού έργου τής ταξινόμησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτέλα + θήκη (< θήκη < τίθημι), πρβλ. αρχειο θήκη, λειψανο θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φίσα — η, Ν 1. καρτέλα, δελτίο για σημειώσεις, ιδίως επιστημονικής φύσεως 2. μάρκα χαρτοπαιγνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche «μικρή σφήνα, μικρός πάσσαλος, μάρκα χαρτοπαιγνίου»] …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Φρανσουά — (Rude, Ντιζόν 1784 – Παρίσι 1855). Γάλλος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία της Ντιζόν με τον Φρανσουά Νεβόζ και στο Παρίσι εργάστηκε στο εργαστήριο του Πιερ Καρτέλα. Στις Βρυξέλες δημιούργησε, μαζί με τον Λουί Νταβίντ, τα μυθολογικά ανάγλυφα του… …   Dictionary of Greek

  • διάγραμμα — το 1. σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου: Παραγγείλαμε σε μηχανικό το διάγραμμα του οικοπέδου μας. 2. γραφική παράσταση της πορείας και των μεταβολών που υφίσταται μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο: Σε όλα τα νοσοκομειακά κρεβάτια υπάρχει κρεμασμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίσα — η (λ. γαλλ.) 1. καθένα από τα μικρά ομοιόσχημα φύλλα χαρτιού ή χαρτονιού, στα οποία γράφονται σημειώσεις, πληροφορίες κτλ. για ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά ή κατά ύλη, καρτέλα, δελτίο. 2. μάρκα χαρτοπαίγνιου: Eξαργύρωσε φίσες στο καζίνο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»